μισθάργος

μισθάργος
μισθάργος και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ)
1. μισθωτός υπηρέτης
2. υβριστ. μισθοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μισθεργός < μισθός + -εργός (< ἔργον), απ-εργός πρβλ. κωλυσι-εργός. Οι τ. μισθαργός, μισθάργος, μισταργός είναι ιδιωματικοί και πιθ. εσφαλμένοι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μισθάργωμα — και μιστάργωμα, τὸ (Μ) υπηρεσίες που προσφέρει ένας υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρ. *μισθαργώνω (< μισθαργός*)] …   Dictionary of Greek

  • μισθαργούτσικος — μισθαργούτσικος, ὁ (Μ) [μισθαργός] (θεωρητικά) μισθωτός υπηρέτης …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”